- ἤρυγγος
- ἤρυγγοςeryngofem nom sgἤρυγγοςeryngomasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήρυγγος — (I) ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α) φυτό με αγκαθωτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι τής ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι… … Dictionary of Greek
ἠρύγγοιο — ἤρυγγος eryngo fem gen sg (epic) ἤρυγγος eryngo masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρύγγου — ἤρυγγος eryngo fem gen sg ἤρυγγος eryngo masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηρυγγίτης — ἠρυγγίτης, ό (Α) [ήρυγγος] η ήρυγγος* … Dictionary of Greek
ηρύγγιον — ἠρύγγιον, το (Α) [ήρυγγος] η ήρυγγος* … Dictionary of Greek
ηρυγγίς — ἠρυγγίς, ίδος, ή (Α) [ήρυγγος] αυτός που ανήκει στην ήρυγγο* («ἠρυγγίδες ρίζαι», Νίκ.) … Dictionary of Greek
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek